24.8.13

Υπόλευκο Θρεπτικό Υγρό














Μετά τα μεσάνυχτα
Αποχαιρετάει τον εραστή της
Συναντάει την κρυφή παλλακίδα της
Μέσα στην νύχτα η παλλακίδα την χτενίζει
Της αλείφει το σώμα
Με αιθέρια έλαια
Και λάδι από φρούτα
Της σφίγγει το στήθος της
Μέχρι να στάξει γάλα
Έχει τόσο πολύ γάλα
Για να χορτάσει όλους τους πεινασμένους της γης
Τις τεντώνει τις ρόγες
Ρουφάει τις πρώτες σταγόνες
Άτριχη, καυκάσια μητέρα
Δεμένη στο κορμό ενός δέντρου
Η παλλακίδα πρόσχαρη
Της φωτίζει το πρησμένο της στήθος
Με εκατοντάδες κεριά
Οι πεινασμένοι πλησιάζουν
Τους τρέχουνε τα σάλια
Σπεύδουν να προλάβουν
Να πιούνε όσο περισσότερο
Χορταστικό μητρικό γάλα
Ανέκφραστη η ανώνυμη θεά
Ζεσταίνει το ζουμί της
Θέλει να απορροφήσουνε όλοι από το στήθος της
τη λαγνεία της, την ντροπή της, την ευθύνη της, το όνειδος της.
Να ξεζουμίσουν τα δώρα της όλοι οι λακωνικοί,
οι μετρημένοι, οι ολιγαρκείς , οι απαιτητικοί,
οι στειροποιημένοι, οι ταπεινοί.
Να ταΐσουν την διψασμένη ματαιοδοξία τους
Να τέρψουν την αδηφάγα κενοδοξία τους
Να θρέψουν την αυταρέσκεια τους

Τρεμοπαίζουν οι κύστες των μαστών της
Με μητρικό γάλα θέλουν να γεμίσουν άδεια στόματα
Να δροσίσουν όλους τους διψασμένους

Γυρεύει να περικυκλώσει τα αχαλίνωτα αρπακτικά
Θα απλώσει τα χέρια  της
Να τραβήξει
Τους λυσσασμένους
Θα πιάσει το κεφάλι τους
και θα τους βάλει να βυζάξουν την κούραση της.

Νυστάζουν τώρα οι ορμές της
και αποκοιμιέται
στις τελευταίες σταγόνες από το δικό της
υπόλευκο θρεπτικό υγρό.

Η δική της αδυναμία
Δεν άντεξε να ψεύδεται
Δεν μπορούσε άλλο να προσποιείται
Την ερεθισμένη σκλάβα 
Η δικιά της αδυναμία χόρτασε
Ήπιε αρκετό γάλα

Τα στήθη της τώρα γεμάτα μελανιές
Κατακόκκινα
Άδεια

Δεν μπορούσε να το σταματήσει
Το συνέχιζε μέχρι αυτό να την σκοτώσει
Ήταν πιο εύκολο να παραδοθεί στη δίνη του
Παρά να αντισταθεί

Η ζωή της υπήρξε μια πλάνη 

Αδαμάντινοι νήσοι
































Παγιδευμένη στο παράδεισο
Τυλιγμένη με γόνιμα χρυσάνθεμα
Αλυσοδεμένη στις ρίζες ενός αιωνόβιου φόβου
Ιδρωμένη από τη μανιασμένη περιέργεια του εραστή της
Συγχυσμένη από την ασυγκράτητη επιθυμία για σοφία
Ζαλισμένη από τη μελαγχολική έκταση του απείρου

Παγιδευμένη στον παράδεισο
Δέσμια  σε ένα υπέρλαμπρο ανθισμένο δέντρο
Αδιάφορη μέσα σε ένα μυστικιστικό ναό
Κουρασμένη ατενίζοντας τον ειρηνικό ωκεανό
Κρεμασμένη στο βυθό της θάλασσας

λαχανιασμένη
εκτεθειμένη σε αρχαίους πολιτισμούς
πόσο γελοία φαίνονται τα όνειρα της
πόσα φαιδρές φαίνονται οι στεναχώριες της
τρομάζει
ουρλιάζει απέναντι στο χάος
ιδρώνει από τη ευρυμάθεια του εραστή της


και αποφασίζει να τον γδάρει.