2.11.17

ΚΑΛΥΨΩ - Σίσσυ Δουτσίου

Νίκος Κούνδουρος | Μικρές Αφροδίτες



















Ο ωκεανός βύθισε τα ελληνικά μάτια της στην ραψωδία ε.
Οι φυσικοί κήποι ζεσταίνουν τους ανθρώπους – δίπλα της.
Το ιερό δάσος έλαμψε μπροστά της.
Χωρίς αμφιβολία. Η καλοσύνη
ακουμπάει τις υπηρέτριες της.
Τα τάγματα των γυναικών ζαχαρώνουν
τη βροχή, τη λάσπη και το σάλιο.

Ο Οδυσσέας. Δακρύζει.
Ο ήλιος τόσο ψηλά τυλίγει τον ουρανίσκο του
με τον χρόνο της επιστροφής. (Καλόκαρδος,
ταραγμένος.) Η ψυχραιμία όρμησε στο μυαλό του.
Ο αντίπαλος – ο εαυτός του. Καημένη Καλυψώ.
Άπληστη. Εκεί, στην Ωγυγία
απέναντι από το Γιβραλτάρ ή δίπλα στη Μάλτα.

Το πεπρωμένο θυσιάζεται για σένα,
άντρα – αφέντη – ήρωα. Η ντροπή νοσταλγεί
τις σκοτεινές γωνίες ή τις ευτυχισμένες ώρες.
Οι Νύμφες εμπιστεύονται την σκόνη του μεταξωτού ήλιου.
Οι μητέρες χαιρετάνε τους γιούς τους.
Το Λιβυκό Πέλαγος κρατάει στην αγκαλιά του

το μελαγχολικό βλέμμα της όμορφης γυναίκας.
Αδικημένη Καλυψώ. Το άρωμά της ανασαίνει,
ανταλλάσσοντας λίμνες και άσπρα σύννεφα με
τα βουνά της Ιθάκης. Λευκά τριαντάφυλλα κόβονται
διστακτικά από τον νέον άντρα
για τη διασκέδαση του
για τον έρωτα
για την απόλαυση
για τη χαρά
για τη ζωή.

Εξαιτίας του έρωτα
της απόλαυσης
της χαράς
της ζωής.
Τα πάθη των ανθρώπων βλαστημάνε του ποιητές,
τους ιστορικούς, τα σπουδαία έργα, τον γάμο.
Η τόλμη τιμωρείται. Η ήσυχη μέρα τρέμει. 
Η Καλυψώ ονειρευόταν μέχρι να τη δαγκώσουν
ξένες καλλονές, κοπέλες που μιλάνε τρυφερά με χάρη.
Κάποτε χαίρονταν. Τα άνθη φύτρωναν

ανάμεσα στα γαλάζια στάχυα. Του ψιθύριζε:
αυτά τα νερόκρινα είναι δικά σου.
Παραδομένος στη φωνή της
στο κορμί της
στο βηματισμό της
στην ησυχία της
νανούρισε τον προορισμό του για λίγο.
Η θάλασσα έσκαψε τις πέτρες και το χώμα.
Τα ζώα έπνιξαν τους ανθρώπους.
Η γυναίκα αναζήτησε τον σκοπό της.

Καινούργιο πλάσμα παραδώσου στα αστέρια.
Ο έρωτας και η λύπη, ανάμεσά τους
τρεμοφέγγουν γενιές ερωτευμένων.
Στο κέντρο του κόσμου, τα μεσάνυχτα μονομαχούν.
Όλα τελείωσαν – τώρα στήνονται εξέδρες,
ακούγονται από τα χείλη κάποιων γυναικών προσευχές .

Οι ταξιδιώτες εύχονται με θριαμβευτικό ύφος να
εκτελέσουν την ανθισμένη καμέλια που τους κολάζει.
Φτωχιά μου Καλυψώ. Πλούσιος ο πειρασμός σου.
Ένα γαλάζιο μετάξι γεμάτο νεότητα τρώει λαίμαργα
την άμμο από το κορμί της. Ούτε ίχνος δροσιάς ή αέρα.

Ο κίνδυνος δραπέτευσε προς τον ορίζοντα της πόλης,
μιας άλλης πόλης. Και η Καλυψώ εξακολουθεί να ζει.
Τα δάχτυλά της υγρά κυλούσαν στα μάγουλά του,
κατάπινε το στόμα του, κατέκλυζε το νου του.
Ο χρόνος λαμπύριζε σαν μαργαριταρένιο κολιέ
γύρω από το μουνί της, τα ρούχα τους ξεράθηκαν –

ο δισταγμός γέμισε τις κοιλιές τους.
Τα κυνηγόσκυλα ξεκουράζονται στη διπλανή γη,
ένα στρέμμα γεμάτο πλούσιες ροδιές,
ζωντανές και την άνοιξη
ζωντανές και το καλοκαίρι
και το φθινόπωρο
και το χειμώνα.
Η καρδιά του άστραφτε, ξεχνούσε
τη μια λέξη μετά την άλλη, προσπαθούσε να μιλήσει,
να πείσει τον εαυτό του
να φύγει
ή να μείνει (ή να αποκτήσει έναν γιο).

Οι Νύμφες γεμάτες λουλούδια και εντυπώσεις
χαριτωμένες, καλοσυνάτες, μελαχρινές, ξανθιές ερεθισμένες
σκόρπισαν τα δαντελένια φουστάνια τους στο απόλυτο σκοτάδι.
Το ξημέρωμα προκάλεσε την Καλυψώ να αγαπήσει το άπειρο
να συμπονέσει την ιδέα – την συγκίνηση
την ομορφιά της Πηνελόπης.

Τα χάδια που είχαν περισσέψει μουρμούριζαν
από δρόμο σε δρόμο μονολογούσαν
την αθέατη Οδύσσεια μιας γυναίκας
μια πανέμορφης κάργιας
μιας ερωμένης
μιας καταραμένης θάλασσας.

Ζεστές σταγόνες από το μέτωπο του Ερμή έσταξαν στο πρόσωπό της.
Η Καλυψώ βυθίστηκε στον ύπνο
ονειρεύτηκε χρυσά βέλη και μαύρο κρασί.
Η μνήμη ενθάρρυνε τον ύπνο και τη ζήλεια.
Η θέρμη γρύλισε με προσοχή στους νεκροθάφτες
του είμαι, του εγώ, του εσύ
του εγώ και εσύ.

Οι Νύμφες της σαγήνης – δέκα κιλά λιγότερα
από όλες τις γυναίκες άφησαν
με απότομες κινήσεις τα κόκκαλα,
τους αγκώνες, τους καρπούς να ξεγελάσουν
το κύμα της προηγούμενης μέρας.
Μια ευχάριστη ζεστασιά και η κραυγή της

στάλθηκε στο διάστημα σαν μύθος,
μια περιπέτεια. Η απεραντοσύνη
ισορρόπησε μέσα στα δάχτυλά της. 
Ο ήλιος μούδιασε κάτω από τις φτέρνες της.
Σαν πεταλούδα Καλυψώ φτιαγμένη
από το φως της ημέρας

απλώνεις μια σιωπηλή δικαιοσύνη.
Το νυχτολούλουδο δεν είναι ούτε αρσενικό,
ούτε θηλυκό, ούτε ερμαφρόδιτο
ζευγαρώνει μόνο με τα μεγάλα εφηβικά χαμόγελα
ή μόνο με την πανσέληνο
ή μόνο με την μητέρα που συγχωρεί τον γιό της

όταν τον παρασέρνει η δίνη του έρωτα.
Ω, Καλυψώ στέκεις σαν πανέμορφο άγαλμα
δίνεις ευγενικά το χέρι σου και αποχαιρετάς
με τη λαχτάρα να νικήσει όλους τους φόβους του
να ανταμώσει τη γυναίκα, την ευτυχία.
Ο έρωτας διαρκεί για πάντα 

όταν ο θαυμασμός περήφανα ατενίζει κάθε του κίνηση,
του άντρα, χαϊδεύει τη φωνή,
του άντρα, λατρεύει τις εκφράσεις,
της γυναίκας, αγκαλιάζει τη γοητεία,
της γυναίκας. Παρελθούσα, παρούσα, μέλλουσα ζωή.
Η εκδήλωση του φωτεινού νου.

Η ερωτευμένη – η αρχαία Νύμφη.
Η αγνή, η καθαρή, η βαθιά, η λεπτοφυής
που γνωρίζει τα πάντα.
Η αντίληψη απαλλαγμένη από κάθε εμπόδιο.
Τα όνειρά τους υπάκουσαν στο φεγγαρόφωτο.
Προς το εκεί, προς το μεγάλο ταξίδι.






Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην Bibliotheque


No comments: